Καλημέρα Ελλάδα

Φεύγω το πρωί από το σπίτι μου και περπατάω στο δρόμο. Περνάει ένας άνθρωπος σε μηχανάκι και πετάει προεκλογικά φυλλάδια φέιγ βολάν κόμματος τόσα ώστε να γεμίσει ο μισός δρόμος. Περίμενα στη στάση του λεωφορείου για να πάω στη σχολή μου, πάλι περνάει ένας με μηχανάκι και πετάει μπροστά από τη στάση προεκλογικά φέιγ βολάν. Φτάνω στη σχολή μου. Όλοι οι τοίχοι είναι αφισοκολλημένοι με αφίσες παρατάξεων. Τελειώνω τη σχολή. Πάω στο μετρό και πριν τις κυλιόμενες σκάλες είναι τρεις άνθρωποι και μου ‘δώσαν προεκλογικά φυλλάδια κόμματος. Φτάνω σπίτι, ανοίγω λίγο την τηλεόραση. Όλα τα κανάλια μιλάνε για τις εκλογές και την καταστροφή που έρχεται. Κλείνω την τηλεόραση και μπαίνω στο facebook. Άλλοι βρίζουν το πράσινο κόμμα, άλλοι ξορκίζουν να μη ψηφίσει κανείς το κόκκινο κόμμα, άλλοι λένε ότι η μόνη ελπίδα είναι στο μπλε κόμμα κ.ο.κ. Κανονίζω με δυο φίλες μου να πάμε βόλτα να περπατήσουμε λίγο. Μιλάμε για την Ελλάδα και την κρίση. Λέμε ότι τελευταία πολλά νέα παιδιά έχουν φύγει στο εξωτερικό για να βρουν μια καλύτερη ζωή. Εκφράζω την απορία μου γιατί να πάρει κάποιος την απόφαση να φύγει από την πατρίδα του, η οποία περνάει δύσκολες στιγμές και δοκιμάζεται, και να θέλει να μείνει σε μια ξένη χώρα για πάντα. Το παραδέχομαι ότι πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ωραίους, καθαρούς και περιποιημένους δρόμους, μεγάλα πράσινα πάρκα, ποδηλατόδρομους, λίγα αυτοκίνητα, πιο καθαρή ατμόσφαιρα, καλύτερο σύστημα υγείας και πολλά άλλα καλά. Και η Ελλάδα όμως έχει πολλά καλά. Και η απάντηση που πήρα: «Μην απορείς! τι μας έχει δώσει η Ελλάδα για να ζήσουμε και να είμαστε ευτυχισμένοι εδώ; μόνο διαφθορά, ψέμματα, αδικία, άγχος… ταλαιπωρούμαστε και μας αδικούν, μας λένε τόσα ψέμματα και δεν μας παρέχονται ούτε τα βασικά, χωρίς να έχουμε φταίξει σε τίποτα! Για ποιο λόγο να θέλει να ζήσει κάποιος σε μια τέτοια χώρα; τι φταίξαμε; Τι έχει φταίξει κάποιος που από τα πρώτα χρόνια της ζωής του επί εννιά χρόνια είναι σχολείο-σπίτι/διάβασμα-φροντιστήριο-σπίτι/διάβασμα-ύπνο, μόλις τελειώνει στα 17-18χρ.  το σχολείο σαν σφαλιάρα αντιμετωπίζει όλη την Ελληνική καθημερινότητα, προσπαθεί να σπουδάζει και να δουλεύει για ψίχουλα παράλληλα, και να του λένε ‘’καλά να πάθεις, τώρα σκάσε και κολύμπα’’;»

Δεν ξέρω τι να απαντήσω… δεν μπορώ να πω ότι δεν έχει δίκιο. Έχει δίκιο και όλα αυτά είναι αλήθεια. Αλλά τώρα έχω άλλη απορία την οποία δεν εξέφρασα και έχει μείνει αναπάντητη: κανείς πια δεν αγαπάει την Ελλάδα, την πατρίδα μας;

Καλή ψήφο!

…………………………………….

Ελλάδα ( Λένγκω ) 

Στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με τυραννάς

Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου
κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς
ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις μιά ιστορία
πως ήταν τότες η μανούλα μας παλιά
έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου σπαράζεις την καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου πληγώνεις τη χαρά

Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
τ΄άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου΄χεις φάει τη ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί

Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ΄τα κουρέλια φαινότανε οι πληγές
κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει
τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
το όνειρο που φεύγει τη τρομάζει
να αναζητάει μιά χαμένη ελευτεριά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα
στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα
πες μας πάλι τι ζητάς

4 σκέψεις σχετικά με το “Καλημέρα Ελλάδα

  1. Πιστεύω ὅτι τά περισσότερα παιδιά πού φεύγουν ἔξω τό κάνουν μέ πόνο. Ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά τους παραμένει στήν Ἑλλάδα. Τουλάχιστον ἀπ᾽ ὅσους ξέρω καί μιλᾶμε. Πρίν λίγο καιρό ἕνας τέτοιος φίλος χρειάστηκε νά γυρίσει ἐκτάκτως πίσω. Τό ἴδιο βράδυ βρεθήκαμε σέ μιά ἀγρυπνία. Καί ψάλαμε ὅλοι μαζί. Τελειώσαμε τις πρωινές ὧρες. Βγαίνοντας ἀπό τόν Ναό ἡ πρώτη του κουβέντα ἦταν: «Ξέρεις πόσο μοῦ λείπουν αὐτές οἱ εὐκαιρίες. Μπαίνοντας ἀπόψε στήν Ἐκκλησία μοῦ ῤθε νά κλάψω. Αὐτή τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα δέν τήν βρίσκεις ἔξω».

    Μου αρέσει!

  2. Η καταληκτήρια ερώτησή σου ζωντάνεψε μπροστά μου εικόνες της καθημερινής μας ζωής (πιστεύω όλοι έχουμε παρόμοιες εμπειρίες)
    Το παιδί πού σκύβει και μαζεύει ξένο σκουπίδι απ’ το δρόμο. Για να ‘ναι η Ελλάδα καθαρή.
    Την πολύτεκνη μάνα που πάει να πάρει τους βαθμούς των παιδιών της και περνάει από τέσσερεις τάξεις του δημοτικού και δυό του Γυμνασίου, κρατώντας βρέφος το 7ο στην αγκαλιά της Για ‘να χει η Ελλάδα όμορφιά και η πατρίδα ζωή.
    Τον συμφοιτητή που έφυγε με υποτροφία στην UTAH των Η.Π.Α. και διέπρεψε. Αλλά γύρισε πίσω αφήνοντας ζηλευτές προοπτικές. Γιατί δεν μπορούσε χωρίς Ελλάδα.
    Τον ταξιτζή που κουβάλησε τους ξένους από το αεροδρόμιο και επέστρεψε το βράδυ στο ξενοδοχείο να παραδώσει την ξεχασμένη τσάντα τους. Και δεν είχε λίγα ευρώ μέσα. Για ‘να χει η Ελλάδα τιμή.
    Τον εφημερεύοντα γιατρό στο «Αλεξάνδρας» που άκουσε τα “εξ’ αμάξης’’ από τον Καθηγητή και Διευθυντή της κλινικής. Ο λόγος; Έβαλε την νύχτα μια φτωχιά σε ράντζο στο διάδρομο, υπεράριθμη. Για ‘να χει η Ελλάδα καρδιά και ο φτωχός ελπίδα.
    Τον παπά που λειτουργεί και μνημονεύει γνωστούς και αγνώστους επειδή κάποτε τού είπαν τον πόνο τους. Εκείνοι ίσως τώρα να’ ναι καλά. Αλλά ο παπάς δεν έτυχε να τούς ξανασυναντήσει και να το μάθει. Και συνεχίζει ολόψυχα να προσεύχεται. Για να ‘ναι αυτός ο τόπος αγιασμένος και η Ελλάδα χώρα ΙΕΡΗ…

    Μου αρέσει!

Σχολιασε και εσυ...